ενδοχώριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοχώριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδοχώριος -α, -ο
- που βρίσκεται στην ενδοχώρα ή αναφέρεται σε αυτήν