ενεή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]από το αρχαίο επίθετο ενεός, ενεή, ενεόν, που σημαίνει ακριβώς «άναυδος», «άφωνος».
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενεή
από το αρχαίο επίθετο ενεός, ενεή, ενεόν, που σημαίνει ακριβώς «άναυδος», «άφωνος».
ενεή