ενζωοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενζωοτικός < ενζωοτ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ενζωοτικός
- (κτηνιατρική) που έχει σχέση με την ενζωοτία ή αναφέρεται σ’ αυτή