ενθετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενθετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ενθετικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενθετική θηλυκό
- (τέχνη) η τέχνη της διακόσμησης με την καλαίσθητη ένθεση διάφορων υλικών (πολύτιμων λίθων, μεταλλικών κομματιών κ.λπ.) σε επιφάνειες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενθετική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενθετική