ενθουσίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενθουσίαση | οι | ενθουσιάσεις |
γενική | της | ενθουσίασης* | των | ενθουσιάσεων |
αιτιατική | την | ενθουσίαση | τις | ενθουσιάσεις |
κλητική | ενθουσίαση | ενθουσιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθουσιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενθουσίαση < ενθουσιάζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενθουσίαση θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενθουσιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενθουσίαση
|