ενθυμητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενθυμητικός < μεσαιωνική ελληνική ἐνθυμητικός < αρχαία ελληνική ἐνθυμέομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]ενθυμητικός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενθυμητικός
|