εννιαπλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εννιαπλάσιος < εννεαπλάσιος σε γρήγορο λόγο κατά το εννιά, εννια- + -πλάσιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ɲaˈpla.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νια‐πλά‐σι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]εννιαπλάσιος, -α, -ο
- (αναλογικό αριθμητικό) εννεαπλάσιος
- ※ Ο προσδιορισμός αλληλουχίας πραγματοποιήθηκε στο 11% των θετικών κρουσμάτων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ο αριθμός των κρουσμάτων είναι εννιαπλάσιος (ΑΠΕ-ΜΠΕ, 2 Ιανουαρίου 2021)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εννιαπλάσιος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 263. Στο [1] Google books· πρόσβαση: 2021-10-23.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εννια- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλάσιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά αναλογικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)