ενσάκιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενσάκιση | οι | ενσακίσεις |
γενική | της | ενσάκισης* | των | ενσακίσεων |
αιτιατική | την | ενσάκιση | τις | ενσακίσεις |
κλητική | ενσάκιση | ενσακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενσάκιση < ενσακίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ensachement)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενσάκιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενσακίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενσάκιση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)