εντάσεως κεφαλαίου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εντάσεως κεφαλαίου < → δείτε τις λέξεις ένταση και κεφάλαιο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική capital-intensive

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

εντάσεως κεφαλαίου

  • (οικονομία) επιχείρηση που η λειτουργίας της βασίζεται στην ύπαρξη κεφαλαίων (πχ. επενδυτική) παρά σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων ή σε σημαντική χειρωνακτική εργασία

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]