ενταφιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενταφιάζω < ελληνιστική κοινή ἐνταφιάζω < αρχαία ελληνική τάφος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /en.da.fiˈa.zo/

ενταφιάζω (παθητική φωνή: ενταφιάζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθετώ σε τάφο
     συνώνυμα: θάβω, κηδεύω
  2. (μεταφορικά) τοποθετώ σε χώμα, μέσα στη γη
  3. (μεταφορικά) διαψεύδω, καταστρέφω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]