εντεριώνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντεριώνη < αρχαία ελληνική ἐντεριώνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εντεριώνη θηλυκό
- το μαλακό εσωτερικό μέρος του βλαστού ή της ρίζας των φυτών, η ψίχα