εντυπωσιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εντυπωσιάζομαι< παθητική φωνή του εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζομαι

  • με εντυπωσιάζει κάτι ή κάποιος, μου τραβάει έντονα την προσοχή, μου προκαλεί ζωηρή αίσθηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]