εντυπωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εντυπωτικός
- που έχει σχέση με κάποια εντύπωση ή εντυπώνεται στην αντίληψη ή τη μνήμη κάποιου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εντυπωτικός
|