εντυπώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /en.diˈpo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντυ‐πώ‐νο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐τυ‐πώ‐νο‐μαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εντυπώνομαι, π.αόρ.: εντυπώθηκα, μτχ.π.π.: εντυπωμένος