εντόκως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /enˈdo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντό‐κως
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐τό‐κως
- τονικό παρώνυμο: έντοκος
Επίρρημα
[επεξεργασία]εντόκως
- (οικονομία, νομικός όρος, λόγιο) άλλη μορφή του έντοκα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εντόκως
|