ενωτίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνωτίζομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενωτίζομαι < (ελληνιστική κοινήἐνωτίζομαι < αρχαία ελληνική οὖς

ενωτίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]