ενόρκως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενόρκως < ένορκ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ενόρκως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]