ενόψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ενόψει
- μπροστά, ενώπιον
- μόλις εμφανιστεί, αμέσως
- Όταν ένα γραμμάτιο πληρωτέο ενόψει οπισθογραφηθεί, πρέπει να πληρωθεί ο κάτοχός του εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
- τις ίδιες σημασίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όψη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενόψει
|