εξέταστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξέταστρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξέταστρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για να συμμετάσχει σε εξετάσεις
    μα είναι δυνατόν τα δίδακτρα να είναι λιγότερα από τα εξέταστρα;

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • αν και δεν συνηθίζεται, προφορικά χρησιμοποιείται και ο ενικός εξέταστρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]