εξαήμερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξαήμερο τα εξαήμερα
      γενική του εξαήμερου των εξαήμερων
    αιτιατική το εξαήμερο τα εξαήμερα
     κλητική εξαήμερο εξαήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαήμερο, ουδέτερο του εξαήμερος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξαήμερο ουδέτερο

εορταστικό εξαήμερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]