εξαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εξαιρώ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαίρω < αρχαία ελληνική ἐξαίρω < ἐξ + αἴρω

εξαίρω

ο ρήτορας στην ομιλία του εξήρε την προσφορά του εκλιπόντος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]