εξακολούθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξακολούθηση | οι | εξακολουθήσεις |
γενική | της | εξακολούθησης* | των | εξακολουθήσεων |
αιτιατική | την | εξακολούθηση | τις | εξακολουθήσεις |
κλητική | εξακολούθηση | εξακολουθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξακολουθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξακολούθηση < ελληνιστική κοινή ἐξακολούθησις ἐξᾰκολουθέω / ἐξακολουθῶ < αρχαία ελληνική ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ < ἀκόλουθος < ἀ- + κέλευθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kel-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksa.koˈlu.θi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξακολούθηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξακολουθώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξακολούθηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)