εξανίσταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξανίσταμαι < αρχαία ελληνική ἐξανίσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐξανίστημι < ἐξ + ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι
Ρήμα
[επεξεργασία]εξανίσταμαι (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) θυμώνω και διαμαρτύρομαι με αγανάκτηση, έντονα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξανίσταμαι