εξανθράκωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξανθράκωση | οι | εξανθρακώσεις |
γενική | της | εξανθράκωσης* | των | εξανθρακώσεων |
αιτιατική | την | εξανθράκωση | τις | εξανθρακώσεις |
κλητική | εξανθράκωση | εξανθρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξανθρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξανθράκωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξανθράκωση
|