εξαντλήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εξαντλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαντλώ
  2. θα εξαντλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαντλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εξαντλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξάντληση