εξαντλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

εξαντλούμαι, π.αόρ.: εξαντλήθηκα, μτχ.π.π.: εξαντλημένος, (ενεργ.: εξαντλώ)