εξαποδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαποδώ < από τη συνήχηση των λέξεων έξω + από + εδώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξαποδώ αρσενικό άκλιτο

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]