εξαρχάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξαρχάτο | τα | εξαρχάτα |
γενική | του | εξαρχάτου | των | εξαρχάτων |
αιτιατική | το | εξαρχάτο | τα | εξαρχάτα |
κλητική | εξαρχάτο | εξαρχάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξαρχάτο ουδέτερο
- (ιστορία) βυζαντινή διοικητική περιφέρεια από τον 6ο ως τον 8ο αιώνα στην Ιταλία και τη βόρεια Αφρική
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- εξαρχάτο στη Βικιπαίδεια