εξασκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξασκῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξασκώ < αρχαία ελληνική ἐξασκέω / ἐξασκῶ < ἐξ + ἀσκέω / ἀσκῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exercer)

εξασκώ (παθητική φωνή: εξασκούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]