εξασφάλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξασφάλιση | οι | εξασφαλίσεις |
γενική | της | εξασφάλισης* | των | εξασφαλίσεων |
αιτιατική | την | εξασφάλιση | τις | εξασφαλίσεις |
κλητική | εξασφάλιση | εξασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξασφάλιση < εξασφαλίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξασφάλιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξασφαλίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξασφάλιση
|