εξειδικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξειδικεύω < εξ- + ειδικ(ός) + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spécialiser)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksi.ðiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξει‐δι‐κεύ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ει‐δι‐κεύ‐ω

εξειδικεύω, αόρ.: εξειδίκευσα, παθ.φωνή: εξειδικεύομαι, π.αόρ.: εξειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξειδικευμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]