εξεταστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξεταστήριο < εξετάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξεταστήριο ουδέτερο
- ο χώρος ή το κτίριο που γίνονται εξετάσεις
- (ειδικότερα) ο μερικά ή πλήρως απομονωμένος χώρος σε γραφείο γιατρού που περιέχει τα απαραίτητα για να εξετάζεται ο ασθενής
- το εξεταστήριο χωριζόταν από το υπόλοιπο γραφείο μόνο με ένα χαμηλό παραβάν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξεταστήριο
|