εξημερωμένο είδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σύνθετο Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

το εξημερωμένο είδος (el) ουδέτερο, ενικός
τα εξημερωμένα είδη (el) πληθυντικός