εξημερωμένο είδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Σύνθετο Ουσιαστικό
[επεξεργασία]το εξημερωμένο είδος (el) ουδέτερο, ενικός
τα εξημερωμένα είδη (el) πληθυντικός
το εξημερωμένο είδος (el) ουδέτερο, ενικός
τα εξημερωμένα είδη (el) πληθυντικός