εξιδρώματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksiˈðɾo.ma.ta/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξιδρώματα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξίδρωμα