εξισλαμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξισλαμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξισλαμίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξισλαμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξισλαμίζω