εξισωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξισωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξισώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξισωμένος, -η, -ο
- που έχει εξισωθεί με κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξισωμένος
|