εξισωτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξισωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξισωτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εξισωτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εξισωτικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]