εξοίδημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξοίδημα τα εξοιδήματα
      γενική του εξοιδήματος των εξοιδημάτων
    αιτιατική το εξοίδημα τα εξοιδήματα
     κλητική εξοίδημα εξοιδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξοίδημα < εξ- + οίδημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξοίδημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]