εξοπλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξοπλισμός < από το μεταγενέστερο ἐξοπλισμός. < Από το ρήμα ἐξοπλίζω.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξοπλισμός αρσενικό
- ο εφοδιασμός με όπλα, με πολεμικό υλικό
- ↪ Aγορά νέων όπλων για εξοπλισμό του στρατού μας
- τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα, το σύνολο του πολεμικού υλικού
- ↪ Χώρες με πυρηνικό εξοπλισμό.
- (μεταφορικά) ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
- ↪ H κατασκευή του νοσοκομείου τελείωσε δεν έχει όμως ακόμα αρχίσει ο εξοπλισμός του
- (μεταφορικά) το σύνολο των αντικειμένων που είναι απαραίτητα σε κάτι
- ↪ τεχνολογικός εξοπλισμός
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Πηγές
[επεξεργασία]- εξοπλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας