εξοργιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksoɾ.ʝi.stiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]εξοργιστικός
- που εξοργίζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξοργιστικά
- → δείτε τις λέξεις εξοργίζω και οργή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξοργιστικός