εξορκισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξορκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορκίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξορκισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξορκίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξορκισμένος
|