εξοστρακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξοστρακίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξοστρακίζω < αρχαία ελληνική ἐξοστρακίζω

εξοστρακίζω (παθητική φωνή: εξοστρακίζομαι)

  1. εξορίζω με εξοστρακισμό-οστρακισμό
  2. αλλάζω πορεία, αφού πρώτα χτυπήσω κάπου
     συνώνυμα: αποστρακίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
εξορίζω
[επεξεργασία]