εξουδετερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξουδετερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουδετερώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]εξουδετερωμένος, -η, -ο
- που έχει εξουδετερωθεί
- (μεταφορικά) σκοτωμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξουδετερωμένος