εξουσιάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξουσιάστρια < εξουσιαστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξουσιάστρια θηλυκό
- θηλυκό του εξουσιαστής
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξουσιάστρια
|