εξουσιοδοτήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εξουσιοδοτήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του εξουσιοδότηση
- εναλλακτικά: εξουσιοδότησης
εξουσιοδοτήσεως θηλυκό