εξυπακούεται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξυπακούεται < εξ + υπακούεται, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική est sous-entendu. Η ελληνιστική λέξη ἐξυπακουστέον σήμαινε 'πρέπει να γίνει κατανοητό'.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksi.paˈku.et.e/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξυ‐πα‐κού‐ετ‐αι
Ρήμα
[επεξεργασία]εξυπακούεται (μόνο στο γ' πρόσωπο ενεστωτικού θέματος) παρατατικός: εξυπακουόταν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξυπακουόμενος (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- υπακούω
- και → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εξυπακούεται - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας