εξυπνακίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξυπνακίστικος < εξυπνάκιας + -ίστικος
Επίθετο
[επεξεργασία]εξυπνακίστικος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εξυπνάκιας, έξυπνος και ύπνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξυπνακίστικος
|