εξυψώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξυψώνω < ελληνιστική κοινή ἐξυψόω / ἐξυψῶ < αρχαία ελληνική ἐξ + ὑψόω / ὑψῶ < ὕψος

εξυψώνω (παθητική φωνή: εξυψώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ανεβάζω
  2. (μεταφορικά) ανεβάζω, ενισχύω
  3. (μεταφορικά) επαινώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]