εξωκοινοβουλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωκοινοβουλευτικός < εξω- + κοινοβουλευτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική extraparlementaire)
Επίθετο
[επεξεργασία]εξωκοινοβουλευτικός
- που δεν ανήκει στο κοινοβουλευτικό σύστημα, που κινείται έξω απ’ αυτό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωκοινοβουλευτικός