εξωπολιτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωπολιτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εξωπολιτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξωπολιτική θηλυκό
- (νεολογισμός) (πολιτική) η εξωτερική πολιτική
- (νεολογισμός) (πολιτική) οτιδήποτε γίνεται ή συμβαίνει έξω από το πεδίο της πολιτικής και τις συνηθισμένες πολιτικές διαδικασίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωπολιτική